- φύλαξαι
- φυλάσσωkeep watch and wardaor imperat mid 2nd sgφύ̱λαξαι , φυλάζωform into tribesaor imperat mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυλάξαι — φυλάσσω keep watch and ward aor inf act φυλάξαῑ , φυλάσσω keep watch and ward aor opt act 3rd sg φῡλάξαι , φυλάζω form into tribes aor inf act φῡλάξαῑ , φυλάζω form into tribes aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τ’ἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπότερον εἴναι. — См. Нет друга, так ищи: а нашел, так береги … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
нет друга, так ищи: а нашел, так береги — Ср. Amicus diu quaeritur, vix invenitur, difficile servatur. Publ. Syr. Sentent. Ср. Nec minor est virtus, quam quaerere Parta tueri. Не меньшая добродетель, чем приобретать, Приобретенное сохранять. Ovid. Ars am. 2, 13. Ср. Πολλάκις δοκεΐ το… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Нет друга, так ищи: а нашел, так береги — Нѣтъ друга, такъ ищи: а нашелъ, такъ береги. Ср. Amicus diu quaeritur, vix invenitur, difficile servatur. Publ. Syr. Sentent. Ср. Nec minor est virtus, quam quaerere Parta tueri. Не меньшая добродѣтель, чѣмъ пріобрѣтать, Пріобрѣтенное сохранять.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
καυτήριο — και καυτήρι, το (ΑΜ καυτήριον και μτγν. τ. καυστήριον) [καυτήρ] πυρακτωμένο εργαλείο με το οποίο γίνεται καυτηρίαση («τῶν υἱῶν βασανιζομένων τροχοῑς τε καὶ καυτηρίοις», ΠΔ) νεοελλ. 1. ιατρ. στον πληθ. τα καυτήρια δραστικές χημικές ουσίες που… … Dictionary of Greek
κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… … Dictionary of Greek
περισσός — ή, ό και περιττός, ή, ό / περισσός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσός, ή, ό Ν, και αττ. τ. περιττός, ή, όν, Α 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο, που περισσεύει, που πλεονάζει, περίσσιος, παραπανήσιος 2. άφθονος, πολύς 3. (στη νεοελλ. μόνον ο τ.… … Dictionary of Greek
φυλάσσω — ΝΜΑ, και φυλάγω και φυλάω και διαλ. τ. φλά(γ)ω Ν, και αττ. τ. φυλαττω Α [φύλαξ, ακος] 1. φρουρώ (α. «τόν φύλαγαν πέντε σωματοφύλακες» β. «αὕτη φραγμὸς ἡ ἀρετὴ... ἀσύλητα φυλάττουσα τῆς ψυχῆς τὰ κειμήλια», Νείλ. γ. «πρὸς γὰρ τῇ ἐπάλξει τὴν ἡμέραν… … Dictionary of Greek
ωφέλεια — η / ὠφέλεια, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὠφελία, και ιων. τ. ὠφελίη, Α [ὠφελώ] όφελος, κέρδος, απολαβή, χρησιμότητα, συμφέρον (α. «δεν υπάρχει καμιά ωφέλεια σε αυτό που κάνεις» β. «τὴν... κοινὴν ὠφελίαν... φυλάξαι», Θουκ.) αρχ. 1. (ιδίως σχετικά με… … Dictionary of Greek
φύλαξ' — φύλαξι , φύλαξ watcher masc dat pl (epic) φύλαξι , φύλαξις watching fem voc sg φύλαξαι , φυλάσσω keep watch and ward aor imperat mid 2nd sg φύλαξα , φυλάσσω keep watch and ward aor ind act 1st sg (homeric ionic) φύλαξε , φυλάσσω keep watch and… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)